Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΠΟΥΣΙΑ".

Δύσκολα βράδια, 
γεμάτα απόγνωση.
Η έλλειψη σου 
βασανίζει το κορμί 
μα, περισσότερο 
το μυαλό που δεν 
κοιμάται.
Τρέχουν οι σκέψεις
με την ταχύτητα του φωτός.
Φτάνουν σε σένα
που κοιμάσαι ήσυχος,
αμέριμνος.
Ο ύπνος του δίκαιου
ενάντια 
στην αϋπνία της απουσίας.
Πως να γεμίσω το κενό;
Πως να κερδίσω αυτές 
τις ώρες που είμαι 
πίσω;
Αν πεθάνω τώρα,
εσύ, 
θα με έχεις ζήσει 
εφτά ώρες περισσότερο 
από μένα...
Πάλι κερδισμένος 
βγαίνεις τελικά...
Μου λείπεις...

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ".

Και τώρα κοιμάσαι!
Και η φωνή μου δεν σε φτάνει.
Ούτε το χέρι σου ν΄αγγίξω 
δεν μπορώ...
Η αγκαλιά σου είναι 
μίλια μακρυά
και το κρεβάτι μου είναι κρύο 
δίχως την ανάσα σου.
Ακούω ένα θόρυβο,
μα δεν είναι η καρδιά σου
που απαντάει 
στη δική μου.
Κάπου χαμένοι μέσα
στο χρόνο είμαστε...
Δεν είναι νύχτα εδώ που είμαι,
δεν έχει ξημερώσει ακόμα
εκεί που βρίσκεσαι.
Κι' όμως!
Στις μύτες των ποδιών μου 
θα πατήσω
μες το δωμάτιο σαν θα μπω, 
μην σε ξυπνήσω... 
Και ήσυχα ήσυχα, 
δίπλα σου θα κουρνιάσω,
αγκαλιά να μας βρει το ξημέρωμα ...

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΠΛΗΜΜΥΡΑ".

Ζωγράφισέ μου ένα σύννεφο
και μετά μιαν αστραπή...
Παίξε μου στο πιάνο 
μια βροντή,
κι' ύστερα φίλα με.
Κι' ας αφεθούμε να 
μας παρασύρει ο χείμαρρος.
Κι' ας μας πνίξει το 
νερό του έρωτα...
Αρκεί που, 
σαν η πλημμύρα
θα μας στροβιλίζει 
το χέρι σου σφιχτά 
το δικό μου θα κρατάει...
Κι΄όπου θέλει 
ας μας πάει...

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ"...

Στη μέση της σκάλας. 
Εκεί σταθήκαμε. 
Ούτε εσύ τόλμαγες 
να ανέβεις το σκαλοπάτι,
ούτε εγώ να το κατέβω.
Εκεί σταθήκαμε...
πόση ώρα, δεν ξέρω. 
Μετά, 
με μια αγκαλιά,
καληνυχτήσαμε ο ένας τον άλλον,
και ο καθένας μας αγκάλιασε
στο κρεβάτι του,
την δική του μοναξιά.....

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ONE WAY TICKET".

Άρχισε να βρέχει λίγο πριν φτάσει στο σπίτι της. 
Οι πρώτες ψιχάλες, την βρήκαν να ψάχνει για τα κλειδιά της, προσπαθώντας να ισορροπήσει, την τσάντα της, τις πλαστικές σακούλες του σούπερ μάρκετ, τα λουλούδια που είχε πάρει απ΄τον πλανόδιο στην γωνιά, δίπλα στο φανάρι, και τα γράμματα που βρήκε στο γραμματοκιβώτιο.
Το χέρι της έτρεμε...
Δεν ήταν το βάρος όλων αυτών που κουβαλούσε. Ήταν αυτός ο αν
αθεματισμένος φάκελος, με το περίεργο γραμματόσημο επάνω, αυτός, που τόσο καιρό τον περίμενε και τώρα, της ερχόταν να τον πετάξει στα σκουπίδια, πριν καν τον ανοίξει.
Μπήκε στο σπίτι. Παράτησε τα πράγματα καταγής, και τον άνοιξε.
Το περίφημο εισιτήριο που τόσο πολύ περίμενε, ήταν εκεί... Με το όνομά της, τυπωμένο στο όνομα του επιβάτη και τις ελπίδες που τόσο καιρό περίμενε στον χώρο των αποσκευών...
Μόνο που, ξαφνικά, αυτή πια δεν ήθελε να φύγει...
Ταξίδευε ήδη, εδώ και κάμποσο καιρό, συνειδητοποίησε με μιάς. Χωρίς αποσκευές, χωρίς περιττά βάρη.
Τα είχε αφήσει όλα πίσω της και είχε βγει στο δρόμο, μια νύχτα στα μέσα του Αυγούστου, και ήταν Δεκέμβρης πια.
Ταξίδευε σ'ένα ταξίδι χωρίς χάρτη, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς αύριο, χωρίς επιστροφή.
Ταξίδευε στο σήμερα της ζωής της επιτέλους!

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ".


ΕΝΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ "ΑΓΟΡΑ".

Ύστερα,
μου έτεινες το χέρι σου
να το ακουμπήσω.
Ήξερες!
Μόνο εσύ, ήξερες.
Να μη μου πιάσεις το δικό μου,
Χαλινάρι πως,
ποτέ δεν είχα αντέξει.
Και τότε
σ'ακολούθησα.
Τότε που εγώ,
χάραζα το δρόμο
που βαδίσαμε μαζί.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΑ"

Μέρες απόγνωσης, 
Νύχτες μοναξιάς
Βδομάδες, μήνες, χρόνια
προσμονής...
Ένα σου χαμόγελο,
ένα χάδι 
που ποτέ δεν έφτασε.
Κάτοικος άγνωστης πόλης, 
χωρίς διεύθυνση 
χωρίς όνομα στο κουδούνι.
Αυτή ήταν πάντα η ζωή μου...

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΒΡΕΧΕΙ".

Βρέχει!
Τελευταία νύχτα του Νοέμβρη, 
με πανσέληνο.
Και το φεγγάρι ολοστρόγγυλο 
να παίζει κρυφτό με τα σύννεφα...
Βρέχει! 
Και η υγρασία μου τρυπάει τα κόκαλα
φτάνει ως την ψυχή μου
την διαπερνά
την τσακίζει.
Βρέχει!
Κάποιον Ανδρέα σίγουρα έχω ξεχάσει
να ευχηθώ.
Μα δεν θυμάμαι πια κανέναν...
Πήρες μαζί σου όλα τα ονόματα 
σαν έφυγες.
Με άφησες αβάφτιστη
χωρίς όνομα,
χωρίς ταυτότητα,
χωρίς ζωή,
Να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου...
Κάπου αλλού, 
σε άγνωστα μονοπάτια
που ποτέ πριν 
δεν τα είχαμε περπατήσει μαζί.
Βρέχει!
και θέλω να πιω,
μα,
συνήθισα να πίνω από το στόμα σου
και το ποτήρι μου κόβει τα χείλη.
Τρέχει το αίμα
κυλά, 
αδειάζει λίγο λίγο από το σώμα μου
φεύγει,
και εγώ ελαφραίνω
νιώθω σαν πούπουλο 
πετάω ψηλά
χάνομαι.
Αρπάζομαι από τα σύννεφα
και αγκαλιάζω το ολοστρόγγυλο φεγγάρι.
Επιτέλους!
Σε κρατάω αγκαλιά αγάπη μου... 

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "Καληνύχτα και καλή τύχη".

Με κοιτάζεις μέσα από την οθόνη του υπολογιστή μου, μαζί με τους άλλους 73 που παρακολουθούν το "μπλογκ" μου. Βλέπω το πρόσωπό σου να με κοιτάει, τα μάτια σου να μου χαμογελούν, μ'εκείνη την φωτογραφία που έχει μείνει από τότε που έκανες την εγγραφή  της παρακολούθησης. 
Μπορεί να μην το παρακολουθείς πια, το "μπλογκ", αλλά η φωτογραφία σου, έχει μείνει εκεί. 
Αναρωτιέμαι...
Πως σβήνεται το παρελθόν; 
Πως διαγράφεται ότι έχουμε ήδη ζήσει;
Οι φωτογραφίες που ήμουν και γώ μέσα , δεν υπάρχουν πια στο προφίλ σου. 
Άραγε τις έσβησες και από το μυαλό σου; 
Έσβησες τα καλοκαίρια μας;
Έσβησες τα ταξίδια μας;
Έσβησες τα λόγια που μου είχες πεί;
Και τότε, αυτές οι αφιερώσεις που είναι γραμμένες με τα γράμματά σου στα βιβλία που μου χάρισες, πότε υπήρξαν;
Πως γράφτηκαν;
Ήσουν εσύ, που τώρα απαγορεύεις στους κοινούς μας φίλους να μου μιλάνε, που τις έγραψες;
"Στη γυναίκα που κατάφερε να μου γαμήσει το μυαλό"... λέει το βιβλίο στην πρώτη του σελίδα... "αυτό το βιβλίο, που από το 2....κάτι, περίμενε τον τελικό του αποδέκτη".
Και τον βρήκε σε μένα!!!
Εμένα που, μετά, με έβριζες με τον πιο χυδαίο τρόπο. 
Εμένα που, επειδή δεν μπορούσες να με κοροϊδέψεις, προτίμησες να με πληγώσεις. 
Εμένα που αφού δεν έγινα οπαδός σου, έπρεπε να γίνω εχθρός σου.
"Πόλεμο θες; Θα τον έχεις!" 
Αυτά ήταν τα τελευταία σου λόγια προς εμένα, στο κινητό μου. 
Σε μήνυμα. 
Για να μένει και να το θυμάμαι...
Για να σε φοβηθώ; 
Ή μήπως για να αηδιάσω ακόμα περισσότερο;
Και μετά, ξαφνικά, έγινες όλα όσα κορόϊδευες στους άλλους.
Ή μήπως πάντα έτσι ήσουν; 
Και εγώ ήθελα να βλέπω κάτι διαφορετικό;
Γελούσες και κορόϊδευες αυτούς που τώρα έχεις για υποτακτικούς σου...
Τώρα παρίστασαι σε εκδηλώσεις ανθρώπων που πριν, μου έλεγες ότι δεν σου μιλούσαν γιατί, ήθελαν να με πηδήξουν...
Τώρα φοράς τα ρούχα που σου αγόραζα εγώ, και κυκλοφορείς κομψευάμενος, παριστάνοντας τον σοβαρό. 
Έχεις και το θράσος να κατηγορείς και άλλους κρίνοντας "εξ΄ιδίων τα αλλότρια".
Γλύφεις εκεί, που όταν είμαστε μαζί, έφτυνες... 
Δύσκολο πράγμα να ξεφύγεις από την πάστα σου... 
Αδύνατον να βγάλεις την μικροαστικότητα που κουβαλάς στο πετσί σου. 
Τι κι' αν ήρθες στην πρωτεύουσα, τι κι' αν σπούδασες στο εξωτερικό... 
Θα μείνεις πάντα ένας μικρός, ασήμαντος, κομπλεξικός επαρχιώτης...
Τα χνώτα σου θα βρωμάνε πάντα φτηνό οινόπνευμα και ο ιδρώτας σου αποφορά. 
"Τα μεταξωτά βρακιά, θέλουν επιδέξιους κώλους" καλέ μου...
Άμα δεν ξέρεις να μην τα λερώνεις, καλύτερα να μην τα φοράς.
Καληνύχτα και καλή τύχη λοιπόν... 




Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ"...

Κοιτάχτηκαν στην μέση του άδειου σαλονιού. Του έτεινε το χέρι της και του παρέδωσε τα κλειδιά. "αυτό ήταν λοιπόν"... του είπε. "τέλος εποχής"...
Της έπιασε το χέρι και την τράβηξε επάνω του... Αγκαλιάστηκαν εκεί, στην μέση του δωματίου, όπως είχαν αγκαλιαστεί λίγα χρόνια πριν, για πρώτη φορά. Μόνο που αυτή, ήταν η τελευταία.
Την φίλησε αργά, απαλά, στοργικά, τίποτα δεν υπήρχε πια από το άγριο πάθο
ς της πρώτης τους φοράς.
"θά'θελα να τελειώσουμε έτσι όπως αρχίσαμε "του είπε.
"κάνοντας έρωτα, εδώ, μπροστά στο τζάκι, αλλά, τίποτα δεν είναι πια το ίδιο.
Γιατί, πάντα ανάμεσά μας θα υπάρχει εκείνος, ακόμα και αν δεν είμαστε πια μαζί".
"Ούτε με σένα, ούτε μ' αυτόν"... σκέφτηκε.
Μοιρασμένη στα δυό πια, από 'δω και μπρός... για πάντα.
Και τελικά μόνη...
Του χάιδεψε τα μαλλιά, το πρόσωπο, του ίσιωσε μια ρυτίδα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται ανάμεσα στα φρύδια του... Θυμήθηκε πως ίσιωνε τις ρυτίδες του προσώπου Εκείνου, όταν ήταν μαζί του, και η σκέψη της έτρεχε σ'Αυτόν...
Στον άδειο τοίχο είχε μείνει να κρέμεται μόνο ο χρυσός καθρέφτης, που τώρα, έδειχνε μόνο τις ρυτίδες του δικού της προσώπου...
Πήρε το παλτό της, τον φίλησε απαλά, μητρικά σχεδόν στα χείλη και κατευθύνθηκε προς την έξοδο...
"Δεν υπήρξα ποτέ ευτυχισμένη εδώ" σκέφτηκε.
Έκλεισε πίσω της την πόρτα και χαμογέλασε για πρώτη φορά στον εαυτό της...
Ήταν ελεύθερη πια...

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΑΦΕΘΗΚΑ"

Μισό φεγγάρι σαν φέτα από καρπούζι 
πάνω από την Ομόνοια, 
με την αχλή του ολόγυρα, 
να το θολώνει, έτσι όπως 
θολωμένο είναι και το μυαλό μου 
από την ρακή 
και την απουσία σου...
Νύχτα στη Γερανίου,
στην Πειραιώς, στον Κεραμεικό,
να βλέπω τα εικοσάχρονα αγόρια 
να μπαίνουν βιαστικά
στα μπουρδέλα της Λένορμαν
για να ξεθυμάνουν τις ορμές τους.
Και γώ να οδηγώ στην εθνική,
ακόμα μια φορά για την Κηφισιά,
μιά-δυό μέρες ακόμα...
Τέλος εποχής!
Μέσα Νοέμβρη και ακόμα έχει τόση ζέστη
που καθόμαστε έξω
στην Σαλαμίνος,
αφήνω τον Ακ στο σπίτι
και γυρίζω που;
Κρατάω το τιμόνι και συνειδητοποιώ
δεν έφυγε το αυτοκίνητο στην Κηφισίας
εγώ το άφησα...
Αφέθηκα!
Να με πάει αυτό όπου ήθελε...
Να μη με νοιάζει πια...
Αφέθηκα!
γιατί σου το'χα ζητήσει από παλιά,
όταν σου έφτιαχνα τα χάρτινα καραβάκια
σου το 'χα πει και τότε πως,
ότι ήθελα από σένα, ήταν μόνο
να με ταξιδέψεις...

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ"...

Κρατούσες το μολύβι με τ'αριστερό,
σαν η καρδιά σου να 'φτανε 
ως τ' ακροδάχτυλα...
Με τρεις γραμμές μπορούσες
τον κόσμο ολόκληρο να ζωγραφίσεις.
Πάνω στο άσπρο χαρτί
το μαύρο μολύβι κεντούσε 
σταυροβελονιά
και νυφικό φουστάνι έραβε
για την όμορφη κόρη.
Μοσχοβόλαγε το σκίτσο,
αγιόκλημα και άνθη άγριας λεμονιάς...
Ήταν Νοέμβρης.
Μόνος σου γύρισες στο άδειο σπίτι
μέσα από βρώμικα σοκάκια
στην κρύα και έρημη πόλη.
Άναψες όλα τα φώτα,
πήρες το μπλοκ για να σκιτσάρεις,
και όπως σε τρύπησε στο δάχτυλο
το καλοξυσμένο σου μολύβι,
μια κατακόκκινη σταγόνα αίμα,
έβαψε το νυφικό...

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΡΗΜΑΤΑ".

Αγαπάω
Αντιστέκομαι
Αντέχω
Πονάω
Υπομένω
Περιμένω
Χαραμίζομαι
Μαγαρίζομαι
Απελπίζομαι
Κουράζομαι
Παραδίνομαι
Χάνομαι
Πετάω
Έφυγα...

 "Κατ' εικόνα και καθομοίωσιν"

Ήτανε τότε, που ακόμα με πονούσαν οι κουβέντες σου.
Που ένιωθα ένα σφίξιμο όταν έβλεπα τις φωτογραφίες σου,
που πίστευα ακόμα ότι θα με στήριζαν οι φίλοι μου, που νόμιζα
πως, είχα φίλους!
Τότε που δεν τους είχα ακόμα δει με τον θυμό στο πρόσωπο,
να με χτυπάνε με τα λόγια τους, σαν σφαίρες, για να με σκοτώσουν, να με ισοπεδώσουν.
Όχι όλοι, το ομολογώ, αλλά ακόμα χειρότερα, αυτοί πού, ποτέ δεν πίστευα ότι μπορεί να το κάνουν...
Ήτανε τότε, που ακόμα πίστευα πως μπορεί, και να γινόταν το "θαύμα". Γιατί, ακόμα τότε, δεν είχα συνειδητοποιήσει πως, αφού εγώ, δεν πίστευα σε κανένα Θεό πια, τι θαύμα θα μπορούσα να περιμένω; και από ποιόν;
Έφευγα από το ένα σπίτι, για κάποιο άλλο. Τότε ήτανε.
Πίστευα ότι μπορούσα να αφήσω πίσω μου στο παλιό σπίτι, ό,τι τόσα χρόνια με είχε τσακίσει στη ζωή.
Δεν ήξερα η ανόητη πως, ό,τι μας τσακίζει μπαίνει στο πετσί μας, γίνεται τατουάζ ανεξίτηλο, χαράζεται λίγο λίγο στις ρυτίδες του προσώπου μας, γίνεται ουλή που πονάει σε κάθε γύρισμα του καιρού. Και το κουβαλάμε πάντα μαζί μας.
Ποιοι καναπέδες, ποια τραπέζια, ποιοι πίνακες, νόμιζα πως είχαν κρατήσει την δυστυχία της ζωής μου;
Άψυχα πράγματα που ποτέ δεν τα άγγιξε το κλάμα μου. Μπορεί να έμειναν κάποιοι λεκέδες πάνω τους, από τα δάκρυα, αλλά αυτό ήταν μόνο.
Όλα τα άλλα τα κουβαλούσα μέσα μου. Όπου και αν πήγαινα.
Τζάμπα πλήρωνα τα μεταφορικά...
Τόσα όνειρα, τόσος πόνος, τόση απογοήτευση, για μιαν ελπίδα χαράς και ευτυχίας!
Πόσα ψέμματα!
Πόσο ανόητος μπορεί να είναι ο άνθρωπος κάποιες φορές...
Πόσο τυφλός μπροστά στην αλήθεια που τον πονά και φοβάται να την αντιμετωπίσει.
Έφυγες και σύ, και εσύ και εσύ και οι άλλοι! Όλοι σας φύγατε τελικά. Εγώ σας έδιωξα!
Και στο τέλος, έφυγα και γώ...
Άφησα τα κοτσύφια μου, τις τριανταφυλλιές, το νυχτολούλουδο και την γλυσίνια, τα γιασεμιά και τους πανσέδες μου.
Τα άφησα όλα πίσω.
Πήρα τη λύπη μου μόνη αποσκευή, και έφυγα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, και ευχήθηκα νά'ναι τυχερό το σπίτι, για τον καινούργιο ιδιοκτήτη...
Ένα κλαδάκι αγιόκλημα έκοψα βγαίνοντας μόνο και κράτησα τη μυρωδιά του στα ρουθούνια μου, όσο πιο πολύ μπορούσα .
Εκεί που πήγαινα, δεν ήξερα τις καινούργιες μυρωδιές που θα συναντούσα.
Μα, τι σημασία είχε;
Αφού, και τις μυρωδιές, όπως και τους έρωτες και τις ελπίδες, μόνοι μας τα φτιάχνουμε να μας αρέσουν ή όχι.
Τώρα το ήξερα πια. Το είχα μάθει.
Όλα "στο χέρι του θεού" είναι...
Και το χέρι του θεού, τι τραγικά αστείο, είναι "Κατ᾽ εἰκόναν και καθ᾽ ὁμοίωσιν", το ίδιο με το δικό μας...

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΡΘΙΑ"

Τελικά,
όλοι οι άνθρωποι
λυγίζουν
κάποια στιγμή.
Να, που λύγισα και 'γω
αγάπη μου!
Κι' ας έχω μέσα μου
μια βέργα μεταλλική
να με κρατάει ίσια.
Λύγισα και δεν άντεξα.
Και εκεί, στη στροφή
του δρόμου,
σχημάτισα τον αριθμό σου.
Ν' ακούσω τη φωνή σου
ήθελα.
Να σου πω
πως είμαι ζωντανή!
Και λύγισα.
Μα, το 'κλεισα αμέσως.
Και έμεινα εκεί.
Στη μέση του δρόμου,
όρθια τελικά...

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΦΟΒΑΜΑΙ"

Φοβάμαι!
Και δεν έχω
κανένα
να το πω.
Όχι! Δεν είναι ποίημα
αυτό.
Είναι η Αλήθεια της
ζωής μου.
Και κανείς δεν
την πιστεύει.
Φοβάμαι!
Και είμαι μόνη.
Είναι νύχτα,
και όλοι κοιμούνται.
Και δεν έχω κανένα
να μιλήσω.
Φοβάμαι!
Και πνίγω τον φόβο
μέσα στα δάκρυα
που κυλούν
απ' τα μάτια μου.
Φοβάμαι!
Και ούτε ο ύπνος
δεν είναι πια,
μαζί μου.
Με άφησε κι' αυτός.
Όπως όλοι.
Γιατί, κανένας δεν
πιστεύει
πως μπορεί
κι' εγώ, να
Φοβάμαι...

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ".

Κάθε βράδυ, πνίγεις στο φτηνό κρασί, 
τους φανταστικούς εραστές μου... 
Κάθε βράδυ, μαχαιρώνεις τον εαυτό σου 
με το μαχαίρι της ζήλειας σου.
Εμένα δεν με αγγίζεις πλέον.
Με σκότωσες όταν έπαψα να σε πιστεύω...
Λύτρωση, μόνο για τον εαυτό σου
 ψάξε πιά.
Εγώ λυτρώθηκα μέσα στα βρώμικα λόγια σου...
Και βγήκα καθαρή, 


μέσα από την παράλογη και άρρωστη ψυχή σου.
Και να σκεφτείς πως,
σε είχα παράφορα αγαπήσει...

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ".


·       "Πλανόδιος πωλητής, αλλοτινών ονείρων, αλλοτινών πραγμάτων, αλλοτινών ζωών...
·       Έζησα μια ζωή , ξεπουλώντας τη ζωή μου, χαραμίζοντας τα χρόνια μου, μαγαρίζοντας τα όνειρά μου βρομίζοντας την ψυχή μου,
·       μέσα στα σάλια αδιάφορων και αηδιαστικών φιλιών,
·       από ανέραστους και νάρκισσους εραστές...
Τίποτα δεν κατάφερα να χρωματίσω αφού τα δάκρυα μου πάντα ξέβαφαν τις μπογιές...
Μόνη μου τώρα, με μουτζουρωμένο το πρόσωπο και τα χέρια, περιπλανιέμαι στα σύννεφα και αγγίζοντάς τα φτιάχνω αστραπές.
Μια καταιγίδα έφτιαξα τελικά,
που στον κατακλυσμό της, με έπνιξε."....

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΠΟΤΕ ΘΑ'ΡΘΕΙΣ;"

Έχω αρχίσει να φεύγω
αγάπη μου.
Κουράστηκα να περιμένω.
Πότε θα' ρθεις;
Πόσο ακόμα;
Δεν έχω άλλη αντοχή...
Άρχισα να φεύγω
φεύγω, φεύγω,
έφυγα.
Μην κάνεις πια τον κόπο...
Δεν θα με βρείς...
δεν είμαι πια εδώ...
Έφυγα.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΣΙΩΠΗ ".

Σςςςςςςςςςςςςςςςςςς....
Μη λες τίποτα πια.
Ότι και να πεις
χωρίς να είναι ψέμα
αλλοιώνει την αλήθεια.
Αυτή που ποτέ
δεν θα μάθουμε τελικά.
Και που δεν έχει
σημασία.
Αφού,
σ' ένα ψέμα ζήσαμε
όλη μας την αγάπη.
Γιατί, δεν ξέραμε
πως στην αλήθεια,
η αγάπη
δεν ζει ποτέ.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΕ ΓΥΡΙΣΜΕΝΗ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ".

Με γυρισμένη την πλάτη μου σε σένα.
Στο διπλανό τραπέζι,
γιατί, έτσι το θέλησες.
Κι' όμως!
Τίποτα δεν έχουμε να χωρίσουμε πιά.
Αφού χωρίσαμε.
Άσε το δηλητήριο να τρέξει
μαζί με το αίμα της πληγής.
Καλύτερα να ματώσεις, παρά να δηλητηριάσεις
την καρδιά σου.
Για μιά φορά,
άκου με.
Έχω ματώσει πολλές φορές, και ξέρω.
Δεν έχει άλλη γιατρειά ο χωρισμός.
Βγάλε από μέσα σου τη χολή.
Όσο την καταπίνεις, μόνο πονάς.
Στο κάτω κάτω,
είχαμε και καλές στιγμές,
μην τις σβήνεις.
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από
μια καρδιά που είναι
άδεια από αναμνήσεις...
 


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΡΩΜΑΤΑ".

Γλυκόπικρο άρωμα, μεθυστικές μυρωδιές,
ανακατεμένες με τον ιδρώτα του κορμιού.
Φιλιά γεμάτα πάθος,
πόθος και λαγνεία, ανακατεμένα
με τις ενοχές του παράνομου.
Ώρες κλεμμένες, ανάμεσα στις δουλειές
και στα ραντεβού...
Καρδιές που χτυπάνε για λίγο μαζί,
υγρές ηδονές,
πνιχτές κραυγές βιαστικών οργασμών.
Ξένα κρεβάτια που φιλοξενούν για λίγο
ένα έρωτα χωρίς αρχή και τέλος,
χωρίς μέλλον,
μόνο με ένα συνεχές παρόν.
Απελπισμένοι παράνομοι εραστές
καταδικασμένοι στο στιγμιαίο
που διαρκεί για πάντα...

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ.

"Δεν είδα ποτέ δυό καινούργια μάτια να ανοίγουν στη ζωή.
Το παιδί μου δεν το γέννησα ποτέ!
Όμως, έκλεισα τα μάτια το πατέρα μου, πάνε 10 χρόνια τώρα...
Του ευχήθηκα "καλό ταξίδι", τον φίλησα για τελευταία φορά,
και έτσι, μπόρεσα τουλάχιστον και γνώρισα
την άλλη άκρη της ζωής..."

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ 2."


Αγάπη μου ανεκπλήρωτη!
Πίσω γύρισα τον χρόνο,
Για να μπορέσω
Να βρεθώ δίπλα σου
Έστω και για λίγο.
Προσπάθησα,
Τον χρόνο να παγώσω
Να γίνει Αιωνιότητα.
Και θέλησα να μπω
Μέσα σ΄ αυτή
Την παγωμένη διάσταση
Και να μείνω εκεί
Για πάντα
Δίπλα σου, μαζί σου.

Τίποτα δεν μπορεί να νικήσει
Την κούραση της ψυχής...

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "18 ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ".

-"Φεύγω αύριο", της είχε πει "και θα γυρίσω στις 18".
Ήταν αρχές καλοκαιριού, και 'κείνη έμεινε να περιμένει να περάσουν οι μέρες.
Τον Δεκαπενταύγουστο, σκέφτηκε "τρεις μέρες ακόμα".... και συνέχισε να κοιμάται για να μην νιώθει και να αφήνει τον χρόνο να περνάει...
Πέρασαν οι 18 και ακόμα περιμένει.
Δεν είχε σκεφτεί να ρωτήσει πιο μήνα, τώρα είναι αργά πια... δεν έχει άλλη επιλογή.
Συνηθισμένη είναι εξάλλου. Μια ζωή  να περιμένει.
Σφίγγει τα χέρια σε γροθιές, σφίγγει τα χείλη μέχρι να τρίξουν τα δόντια, κάνει υπομονή, κάνει κουράγιο, περνάει ο καιρός, όλα αλλάζουν, και πάντα ίδια είναι.
Ακούει τους άλλους να μιλάνε γι'αυτή, να την κρίνουν, να την μαλώνουν, να την βρίζουν.
Ακούει και πονάει μέσα της, μα εξωτερικά, δεν δείχνει τίποτα.
Ύστερα γυρίζει μόνη, σπίτι της και ξεσπάει.
Ξέρει να απαντήσει, μα δεν μιλά. Τι νόημα θα είχε άλλωστε;
Όλοι αυτοί που ξέρουν με ευκολία να κρίνουν, δεν μπορούν να δουν καθαρά, δεν θέλουν, αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και την αλήθεια.
Την δική της αλήθεια, ποτέ δεν την είδε κανείς.
Ίσως και να μην θέλησε η ίδια να αφήσει κανένα να την δει.
Το κεφάλι της πάει να σπάσει. Ο πόνος αντέχεται, οι σκέψεις είναι ανυπόφορες όμως...
Ο πόνος περνά με τα παυσίπονα.
Παλιότερα, τις σκέψεις, τις βύθιζε στον ύπνο. Μα τώρα πονήρεψαν, έμαθαν να τρυπώνουν στα όνειρά της και δεν την αφήνουν πια σε ησυχία καθόλου.
Τι να κάνει; Υποτάχθηκε και αυτή. Τις άφησε να τριγυρίζουν ανεξέλεγκτες, να κάνουν ο,τι γουστάρουν μέσα στο κεφάλι της.
Έτσι τουλάχιστον γλύτωσε τον ύπνο της!
Κοιμάται με ηρεμιστικά χάπια, αλλά κοιμάται. Κάτι είναι και αυτό...
Και όταν το πρωί ξυπνά, δεν θυμάται όνειρα. Μόνο ένα κενό.
Μ' αυτό το κενό ξυπνάει, αυτό το κενό καλημερίζει και μαζί του συνεχίζει τη μέρα της, μέχρι το βράδυ πάλι.
Στις 20 του μήνα, πήγε στο νεκροταφείο και άφησε ενα λουλούδι στον τάφο του πατέρα της. "Πέρασαν κιόλας 10 χρόνια" σκέφτηκε, καθώς άφηνε το τριαντάφυλλο πάνω στο ασπρο μάρμαρο.
Σήμερα είναι 22 και αύριο θα ξημερώσει 23. Πέρασε σχεδόν και αυτός ο μήνας...
Περνάνε οι μέρες, οι μήνες, ο χρόνος, τα χρόνια...
Όλα περνάνε τελικά.

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΠΑΡΕ ΜΕ".

"Πάρε με να φύγουμε από 'δω.
πάρε με, 
σου απλώνω το χέρι, 
σύρε με, 
βοήθεια θέλω!
Μόνη μου δεν έχω το κουράγιο
και όσο μένω, 
όλο και πιό βαθιά 
στου βάλτου τα νερά 
βουλιάζω.
Πάρε με σου λέω.
Τώρα!
Δεν έχω πιά
άλλο καιρό.
Τώρα, σου λέω,
τώρα!
Γεμίζουν τα πνευμόνια μου
με λάσπ..............".

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΑΕΡΑΣ"...


Ο αέρας,
το βουητό του,
τα ξερά φύλλα
πεσμένα στον κήπο.
Η μοναξιά,
η απουσία σου.
Το μεσημεριανό μας
αγκάλιασμα
με την μυρωδιά
του ιδρώτα σου
να με μεθάει.
Χωρίς εσένα,
μπορώ.
Χωρίς τη μυρωδιά σου,
πως να ζήσω;

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ"...

Μπαίνει μέσα στο σπίτι και την καλωσορίζει η ηλεκτρονική φωνή του συναγερμού... "Disarm Mode" βραχνή, βαριά και σοβαρή... εκείνη απλά χαμογελάει γλυκόπικρα και ψιθυρίζει... "γειά σου σπίτι....εδώ είμαι... γύρισα!" ... 
Μετά αρχίζει η βραδινή ιεροτελεστία. Βγάζει το παλτό της, τα ρούχα της, φοράει την φόρμα της και τις παντόφλες, κατεβαίνει ξανά στην κουζίνα, και αρχίζει να ετοιμάζει το βραδινό φαγητό της... Στρατιωτάκια στη σειρά, μέσα στο πιάτο, το κρέας, τα λαχανικά, το ψωμί, μετρημένα όλα ένα προς ένα, κάθε "τέλεια" μπουκιά, περιέχει και από τα τρία, μπαίνουν όλα μαζί στο φούρνο μικροκυμάτων, 1,2,3,10,30 δευτερόλεπτα... Το πιάτο βγαίνει από τον φούρνο, τοποθετείται στο δίσκο με το υφασμάτινο σουπλά, ,την χαρτοπετσέτα, το ποτήρι με το νερό...τα χάπια για τον πονοκέφαλο, τα χάπια για το στομάχι, τις καθημερινές βιταμίνες... 
Μπροστά στην τηλεόραση, συγκεκριμένη ώρα, συγκεκριμένη εκπομπή, αργό μάσημα, μετρημένο, να διαρκέσει το δείπνο όσο και το σήριαλ... 
Στην τελευταία διαφήμιση πριν το φινάλε, ο δίσκος πάει στην κουζίνα... Το πιάτο πλένεται τα υπόλοιπα τακτοποιούνται στα ντουλάπια τους...
Τελειώνει και το έργο... νικάνε πάντα οι καλοί... 

Μόνο που τελευταία, πάντα κάποιος πεθαίνει... 
Έχουν αρχίσει να λιγοστεύουν οι άνθρωποι γύρω της, ακόμα και στην τηλεόραση όλο και κάποιο θάνατο μετράει... 
Πατάει το κοντρόλ να κλείσει την τηλεόραση, να βάλει το τηλέφωνο που πάλι δεν χτύπησε στη θέση του, να σβήσει ένα ένα τα φώτα του σαλονιού, να τινάξει τα μαξιλάρια, να μην φαίνονται ακατάστατα... 
"καληνύχτα σπίτι" ψιθυρίζει και πατάει το κουμπί του συναγερμού... Η ίδια βραχνή, σοβαρή, φωνή της απαντά "Home Mode"...
Ανεβαίνει την σκάλα, για την κρεβατοκάμαρα... 

Κανείς δεν είναι στο κρεβάτι να την περιμένει, κανείς δεν μπορεί να μπεί, στο ασφαλισμένο σπίτι.... 
Μονο η μοναξιά τρυπώνει από τις χαραμάδες, και κυκλοφορεί σαν φάντασμα παντού... 
Μα δε βαριέσαι... ακόμα και αυτή, είναι μια κάποια συντροφιά....

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "..."

Δεν θέλω, 
δεν μπορώ, 
ν'αντέξω άλλο πόνο.
Στέγνωσαν τα χείλη μου,
στέγνωσαν τα μάτια μου,
στέγνωσε η ψυχή μου.
Στέρεψαν τα λόγια
Σταμάτησαν οι σκέψεις.
Τέλειωσε λες,
το κουράγιο.
Μόνο ο Χρόνος
συνεχίζει να κυλάει...
Ακατάπαυστα. 

Σάββατο 5 Μαΐου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΕΝΑ ΜΠΑΛΟΝΙ".

- "Μπες μέσα!"
Φώναζε πάντα η μάνα μου σαν έβγαινα στον κήπο το βράδυ με την πανσέληνο.
"Θα κρυώσεις!"
Τι όμορφα που ήξερε να λέει ψέμματα, και ας ήταν σίγουρη πως τα καταλάβαινα...
Δεν φοβόταν μην κρυώσω...
Εκείνο το τεράστιο ολοστρόγγυλο φωτεινό μπαλόνι ψηλά στον ουρανό φοβόταν, που ήξερε πως με ξετρέλαινε και με έκανε κουρέλι...
Μα εγώ πάντα, σαν υπνωτισμένη, κανέναν δεν άκουγα.
Μου τρυπούσαν τα ρουθούνια οι μυρωδιές του κήπου, οι πορτοκαλιές, τα τριαντάφυλλα, οι γλυσίνες, όλα μαζί ανακατωμένα... Με μεθούσαν, με ζάλιζαν, γύριζε το κεφάλι μου, και όπως έπεφτε το φεγγαρόφωτο πάνω μου και με φώτιζε, έφευγα ψηλά, πάνω από τα δέντρα, πάνω από τα σύννεφα, πετούσα.
Έψαχνα εκείνη που με είχε αφήσει μισή, τόσα χρόνια πριν, στην γωνία, ψηλά, πάνω στο ταβάνι...
Αυτή που δεν κατέβηκε, γιατί το φως, ήταν πιο δυνατό από την φωνή που άκουγε να την παρακαλάει να "μην του το κάνει αυτό"...
Αυτή που με ξεγέλασε και με άφησε να γυρίσω πίσω, μόνη μου, μισή...
Να παλεύω μετά, μόνη μου με τα θηρία, και να την νιώθω πάντα από ψηλά, άλλοτε να με κοροϊδεύει, και άλλοτε να με σπρώχνει να προχωρήσω, να προσπαθήσω, να αντέξω, να σταθώ στα πόδια μου, να μην σκύψω το κεφάλι, να μην λυγίσω...
"Μπες μέσα!"
Δεν είσαι πια εδώ να μου το φωνάξεις...
Μπορώ να κάτσω έξω στον κήπο όσο θέλω τώρα... κανείς δεν θα μου φωνάξει, κανείς δεν θα ανησυχήσει.
Δεν υπάρχει πια κανείς...
Μου' πες να γυρίσω πίσω, να μην σου το κάνω αυτό, κι' ύστερα, έφυγες και μ' άφησες...
Μου' πες  να μπω μέσα, να μην κρυώσω, μα το σπίτι είναι άδειο και κρύο...
Και το φεγγάρι είναι ολοστρόγγυλο και φωτεινό, εκεί έξω...
Σαν μπαλόνι...
Να, νομίζω ότι βλέπω και το κορδόνι του που κρέμεται και περιμένει να το πιάσω...
Έτσι δα, αν απλώσω το χέρι μου, λες, θα τα καταφέρω...
Και θα με σηκώσει ψηλά.
Πάνω από τον κήπο, πάνω από τα δέντρα, πάνω και από σένα, που με κορόϊδεψες...
Μόνο οι μυρωδιές της Άνοιξης φτάνουν εκεί πάνω...
Και 'γω, δεν χρειάζομαι πια τίποτα περισσότερο...
Πιάνω το σκοινί γερά, και αφήνομαι...
Πήγαινέ με φεγγάρι μου, όπου θες εσύ...
Δεν με νοιάζει πια που .......


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΛΕΙΣΕ ΜΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ"

Κλείσε μου τα μάτια, 
νυστάζω.
Δεν θέλω να βλέπω πια το φως, 
με κουράζουν οι εικόνες.
Την μορφή σου, έτσι κι' αλλιώς, 
την έχω χαραγμένη 
στο μυαλό μου.
Δεν μου χρειάζονται τα μάτια μου
για να σε βλέπω.
Είσαι μέσα μου,
κυλάς στις φλέβες μου
σαν το αίμα μου.
Και δεν καταφέρνω να χωρέσω πουθενά
ποτέ. 
Θέλω να αδειάσω 
το αίμα μου, 
να το στραγγίσω  μέχρι την τελευταία 
σταγόνα του
μήπως και καταφέρω 
να σε αφήσω 
να με αφήσεις...
Και μετά να κοιμηθώ...

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ".


Αγάπη μου,
Τι σημασία έχουν
οι λέξεις;
Οι χτύποι της καρδιάς
μετράνε.
Η ντροπή
που χάνεται
σαν στέκομαι μπροστά σου
ολόγυμνη.
χωρίς να φοβάμαι...
χωρίς να διστάζω,
χωρίς να με νοιάζει
ο "πορφυρός μου έρπητας"...
Αγάπη μου,
όλο τον κόσμο μπορώ
να λέω έτσι
Μα μόνο εσένα
να εννοώ...

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΝΑ ΜΗΝ ΕΡΧΕΣΑΙ ΠΟΤΕ".

Κόλλησαν τα χείλη μου 
στο φιλί σου.
Σφράγισαν
και δεν μίλησα από τότε 
ποτέ πια.
Μόνο τα μάτια 
μου έμειναν 
για να σου μιλώ
και να σε κοιτάζω.
Να μην έρχεσαι 
ποτέ...

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΕΤΡΑΩ".

Μετράω,
τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες.
τα λάθη μου, τα πάθη μου,τις παραξενιές μου
τα πρόσωπα, τους ανθρώπους,
τους φίλους, τους εχθρούς...
τα δάκρυα, την πίκρα, την απογοήτευση.
την θάλασσα, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου,
τις μυρωδιές της Άνοιξης, όσο αντέχει η όσφρηση μου.
Μόνο την έλλειψή σου 
δεν καταφέρνω να μετρήσω...

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΠΕΘΑΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ".

Άχρηστο γκρίζο τοπίο μέρας βροχερής.
 Η θλίψη ξεπερνάει τα όρια
και απλώνεται παντού σαν την πανούκλα.
Τα άρρωστα από τον πυρετό σου μάτια,
γυρεύουν στο πρόσωπό μου
μιαν αχτίδα φωτός μιαν ελπίδα.
Μάταια!
Τίποτα δεν μπορεί να ζωντανέψει
μια λαχτάρα πεθαμένη.
Καταδικασμένο το κορμί να μαραζώνει
στην σκέψη και τη θύμηση αλλοτινών ερώτων
σαβανωμένων φιλιών
και απολιθωμένων χαδιών.
Ακόμα και οι μυρωδιές της Άνοιξης,
μοιάζουν με λιβάνι νεκροταφείου.
Φόρεσε το μαύρο σου φουστάνι
και μην ξεχάσεις να περάσεις στο λαιμό σου
ένα μαργαριταρένιο κολιέ,
για να τονίζει το πένθος σου.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ".

"Προσπερνάς την αλήθεια
και στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη.
Κοιτάζεις το πρόσωπό σου
και περιμένεις να σου πει γιατί.
Γιατί έκανες λάθη
Γιατί έμεινες
Γιατί έφυγες
Γιατί δεν μίλησες
Γιατί έσκυψες το κεφάλι
Μα ο καθρέφτης δεν μιλά.
Μόνο σε κοιτάζει 
και σου ανταποδίδει την ερώτηση..."

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ". 2.

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ.

Τη Δευτέρα
με φίλησες.
την Τρίτη
δεν σε είδα.
Την Τετάρτη
είχες αρχίσει ήδη
να σμιλεύεις τα καρφιά.
Πέμπτη
ένιωσα
να με στήνεις
στον Σταυρό.
Παρασκευή
με Σταύρωσες
Όμως,
Το Σάββατο
αγάπη μου,
θ' Αναστηθώ
και δεν θα σε θυμάμαι πια...

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ".

"Κουράστηκα πια ν'ανεβαίνω στο βουνό.
Κάθε χρόνο,
ο ίδιος δρόμος, το ίδιο βαρύ φορτίο
του Σταυρού,
ο ίδιος πόνος, η ίδια Άρνηση, η ίδια Σταύρωση
Και αυτοί ακόμα δεν βάλανε μυαλό...
Κάθε χρόνο με πουλάνε
για τριάντα αργύρια
κι'ύστερα το μετανοιώνουν
και κρεμιούνται από το ταλαίπωρο το δέντρο
ζητώντας συγχώρεση..."

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΟΙ ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ."

Στέρεψαν οι λέξεις.
Σαν άδειο πηγάδι
το μυαλό μου.
Μόνο τον θόρυβο του τενεκέ
που ανεβοκατεβαίνει
άδειος από νερό
ακούω πια.
Στέγνωσε το στόμα μου,
και ένα φιλί σου
δεν βρέθηκε να με ξεδιψάσει.
Μαζεύω με την γλώσσα μου
τα δάκρυά μου
να δροσίσω τα χείλη μου.
Οι μυρωδιές του Απρίλη
με μεθάνε καθώς,
διασχίζω μόνη μου
τον κήπο.
Θα μπορέσουμε άραγε
να τις μοιραστούμε ποτέ;
Πότε ή ποτέ;
Πως να αντέξω στην ιδέα...
Από ενα τόνο να κρέμεται
όλη μου η ζωή...

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ."

Ξεγέλασε με...
πές μου πως μ' αγαπάς.
στείλε μου πεταλούδες στο παράθυρό μου,
να με ξυπνήσουνε πολύχρωμα
κι' όταν τα μάτια μου θ' ανοίγω
το πρωί,
δώσε μου ένα φιλί,
σαν τριαντάφυλλο γλυκό.
Πρωταπριλιά είναι αύριο
αγάπη μου,
ξεγέλασε με...
δεν πειράζει,
και αν όλα σβήσουν την επόμενη
κι' αν πίσω μου τα πάρεις,
ο,τι μου έδωσες,
κακία δεν θα σου κρατήσω...
πρωταπριλιάτικο αστείο ήτανε
θα πώ...
και μοναχά το καρδιοχτύπι του
σαν φυλαχτό μεσ' την ψυχή μου
θα κρατήσω...

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."Μ' ΑΓΑΠΑΩ, ΔΕΝ Μ' ΑΓΑΠΑΩ."

"Όταν θέλω να πληγώσω τον εαυτό μου,
κόβω τα μαλλιά μου κοντά.
Με τα ίδια ξυράφια που θα έκοβα τις φλέβες μου,
βλέπω τα μαλλιά μου,
να πέφτουν στο πάτωμα
νεκρά,
αποκομμένα από μένα,
ξένα πια...
Σαν να καθαρίζω από πάνω μου
όση βρωμιά, έχει το κορμί και η ψυχή μαζέψει .
Σαν, να ελαφρύνω το κεφάλι μου
από το βάρος των σκέψεων
που κουβαλάει.
Πάλι πήγα σήμερα λοιπόν,
στο κομμωτήριο.
Όταν γυρίσεις,
θα βρεις στη θέση μου
ένα μικρό αγόρι
να σε κοιτάει με τα μεγάλα του μάτια
ίσια μέσα στα δικά σου
και να σου ζητάει εξηγήσεις.
Όταν με δεις,
δεν θα με γνωρίσεις.
Μα, μήπως με ήξερες
και ποτέ;
Όταν γυρίσεις,
θα έχουν όλα τελειώσει.
Και θα σου ζητήσω να φύγεις.
Πάλι.
Μέχρι να μακρύνουν τα μαλλιά μου
και να αρχίσω να με αγαπάω
ξανά...
Γιατί,
βλέπεις αγάπη μου
το πρόβλημα
δεν είναι αν μ'αγαπάς εσύ,
αλλά,
αν εγώ αγαπάω τον εαυτό μου..."

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΟΝΕΙΡΟ."

Ν' ακούσω ξαφνικά, τα κλειδιά στη πόρτα.
Μετά, ν' ακούσω τα βήματά σου στη σκάλα, ν'ανεβαίνουν ένα ένα τα σκαλοπάτια.
Να αισθανθώ μισοκοιμισμένη την παρουσία σου στο δωμάτιο,
το θρόισμα που θα κάνουν τα ρούχα σου, όταν θα γδύνεσαι,
την κολόνια σου, ανακατεμένη με τη μυρωδιά του κορμιού σου,
όταν θα πλησιάζεις γυμνός στο κρεβάτι.
Να νιώσω την ανάσα σου να πλησιάζει τον λαιμό μου για να τον φιλήσει,
το χέρι σου να με αγκαλιάζει και να με γυρίζει στην αγκαλιά σου.
Το κορμί μου να λύνεται καθώς θα μπαίνεις μέσα μου.
Ανοίγω τα μάτια μου!
Είναι το δωμάτιο σκοτεινό, το κρεβάτι άδειο.
Αλλού κοιμάσαι, μόνος.
Τουλάχιστον ας βλέπαμε το ίδιο όνειρο...
θα 'ταν κι' αυτό κάτι.

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Ο ΚΙΣΣΟΣ"...

Την Άνοιξη,
άρχισε ο κισσός, σιγά σιγά
να απλώνεται στον τοίχο του κήπου.
Μέχρι να μπεί το καλοκαίρι,
είχε φτάσει στα παράθυρα
μα,
εγώ, δεν τα άνοιγα πιά
και έτσι δεν με πείραζε...
Έπειτα, ο ήλιος με τύφλωνε
και η σκιά του κισσού
λίγο δρόσιζε
αυτή τη ζέστη τη βασανιστική και αποπνικτική.
Και έτσι, δεν τον πείραξα.
Ούτε που το κατάλαβα
για πότε έκλεισε όλες τις πόρτες.
Πώς τα παράθυρα, σφράγισαν ξαφνικά
από τις ρίζες του,
πώς έγινε το σπίτι
μιά σκοτεινή φυλακή με μόνο ένοικο
εμένα.
Τώρα, δεν έχει φως.
Δεν ξέρω πιά
αν είναι νύχτα ή μέρα.
Τι σημασία έχει άλλωστε;
Αφού,
ποτέ δεν πρόκειται να βγώ από δώ.
Νιώθω τις ρίζες του κισσού
να πλησιάζουν όλο και πιό κοντά μου.
Κάνει κρύο εδώ μέσα.
Και είναι σκοτεινά.
Το σπίτι έπαψε να είναι φυλακή.
Και έγινε τάφος!

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ".

Ερωτεύτηκες το μυαλό μου,
Λάτρεψες το κορμί μου,
Αγάπησες τον κήπο μου.
Τελικά,
εγώ έμεινα πάλι απ' έξω...

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΝΑ."

ΓΙΑ ΜΕΝΑ.
Τον κερδισμένο χρόνο
της χαμένης μου αγάπης,
δεν έχω τίποτα
να τον κάνω τώρα...
Και έτσι,
τον ξοδεύω άσκοπα
χαζεύοντας
εδώ και 'κει.
Ίσως,
να μην χρειαζόταν
να χωρίσουμε τελικά,
αγάπη μου!

ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΝΑ.
Ένα ταξίδι,
θέλω να κάνω.
Μαζί σου.
Να μοιραστούμε
το ίδιο δωμάτιο,
το ίδιο κρεββάτι,
για μερικές νύχτες.
Να αναμετρηθούμε!
Να δούμε
αν, αντέχουμε
στα 20 τετραγωνικά,
ο ένας απέναντι στον άλλον.
Και αν,
επιστρέφοντας,
θα έχουμε ακόμα
κάτι να πούμε.

ΓΙΑ ΣΕΝΑ.
Πόσο όμορφα είναι
αυτά που γράφεις,
αγάπη μου!
Όση ασχήμια
κρύβει η ψυχή σου,
τόση ομορφιά
έχει η γραφή σου.
Αχ! Και αυτό το πλάνο
το χαμόγελό σου,
που φαρμάκι στάζει
μέσα στη καρδιά μου!
Μου έγινε και ο Μιθριδατισμός μου,
ανίατη αρρώστια πια...

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΧΙΟΝΙ."

Γλιστράει το χιόνι απαλά,
πάνω στα φύλλα.
Στροβιλίζεται και παίζει
με τον αέρα.
Σκεπάζει το γρασίδι,
τα πλακάκια,
τις πολυθρόνες του κήπου.
Τα κλαδιά αρχίζουν να βαραίνουν,
και σκύβουν, λυγίζουν
απ' το βάρος.
Έτσι, όπως λύγισα και 'γώ
μέσα απ' το τζάμι.
Έτσι, όπως έσκυψα
και βάρυνα και τσάκισα
στην απουσία σου.
Είναι Απουσία,
το χιόνι,
είναι Σιωπή,
είναι Έρωτας ανεκπλήρωτος.
Και στο τέλος,
όλα είναι μια βρώμικη λάσπη...

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."Η ΡΟΥΤΙΝΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ."

Έμεινε ακίνητη, με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, και το κορμί της άκαμπτο από τον τελευταίο σπασμό μετά τον οργασμό.
Το χέρι της, ανάμεσα στα σκέλια της.
Τα μάτια της, κλειστά.
Τα χείλη σφιγμένα.
Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να αποφασίσει να κουνηθεί. Αργά, απαλά, τράβηξε το χέρι της ανάμεσα από τα πόδια της, το ακούμπησε πάνω στην κοιλιά της, σκουπίζοντας έτσι και τα μουσκεμένα από τα υγρά του κόλπου της , δάχτυλά της.
Η καρδιά της χτυπούσε ακόμα δυνατά.
Στο IPOD άκουγε "χέρια μου αδειανά, άδεια μου αγκαλιά"...
Γύρισε το κορμί της στο πλάι, πήρε αγκαλιά το αρκουδάκι της, και έβαλε το μαξιλάρι της ανάμεσα στην κοιλιά και τα πόδια της.
Από τα μάτια της, κύλησε ένα δάκρυ.
Τόση "επιλεγμένη" μοναξιά, δεν την είχε νιώσει ποτέ πριν.
Ούτε καν, να τον φέρει στο νου της με την φαντασία της δεν κατάφερε.
Ακόμα και ο "μοναχικός" της έρωτας δεν κατάφερνε να έχει ένα πρόσωπο πια...
Κι' αυτός ακόμα, είχε γίνει απρόσωπος.
Μάταια είχε προσπαθήσει να φέρει κάποιο, οποιοδήποτε πρόσωπο στη φαντασία της.
Ούτε το παρελθόν της μπορούσε να της πει κάτι πια, αλλά ούτε και το μέλλον της χάριζε μιαν ελπίδα. Τίποτα.
Μόνο μια γλυκιά ανάγκη της ήταν και αυτό, μια φορά στο τόσο, όλο και πιο σπάνια πια.
Μια κίνηση στοργής και τρυφερότητας προς τον εαυτό της, που δεν την περίμενε πια από κανέναν άλλον, που κανένας άλλος δεν πίστευε ότι μπορούσε να της την προσφέρει, χωρίς να της πάρει σαν αντάλλαγμα ένα κομμάτι της ψυχής της.
Σαν να πάγωναν όλα μέσα της, σαν να έσβηναν σιγά σιγά τα φωτάκια, σαν να πέθαιναν...
Λες και είχε φύγει το καράβι, και είχε μείνει αυτή πίσω στην ακτή, να το κοιτάει να απομακρύνεται...
Έτσι και ο έρωτας, από απόσταση πια...
Σκούπισε τα δάκρυά της αυθόρμητα, και έτσι, συνειδητοποίησε ότι έκλαιγε.
"Έφυγες νωρίς..." άκουγε τώρα στο IPOD.
Είχε περάσει πάνω από χρόνος που, για να κοιμηθεί, έβαζε κάθε βράδυ, την ίδια λίστα τραγουδιών, μέχρι να την πάρει ο ύπνος...
Ούτε αυτό δεν το είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα!
Μια ρουτίνα είναι τελικά και η μοναξιά, σκέφτηκε, πριν την πάρει ο ύπνος...

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ".

Άρχισα να γράφω,
μα
δεν ήξερα πια
τι ήθελα να πω.
Δεν υπήρχαν λέξεις,
λόγια, συναισθήματα.
Μόνο ένα κενό.
Πονούσα.
Και όταν πονάς
δεν μπορείς να γράψεις.
Και έτσι,
έμεινα να περιμένω...
Να περάσει ο πόνος.
Πάντα περνάει.
Ο Πόνος,
είναι σαν τον Χρόνο.
Δεν γυρίζει πίσω,
δεν σταματά...
Μόνο προχωράει μπροστά
και αφήνει πίσω του
πληγές,
που κάποτε τελικά...
κλείνουν.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ."

Αμέτρητα μαραμένα κόκκινα τριαντάφυλλα και δέκα τεράστια βελούδινα κουτιά με σοκολάτες, που δεν μου άρεσαν ποτέ,αλλά άρεσαν στους υπόλοιπους, ήταν τα απομεινάρια ενός γάμου που κρατιόταν από την ικανότητά μου στην υποκριτική και ανόητες γιορτές, σαν αυτή του Αγίου Βαλεντίνου....
Όταν έφυγα, άφησα τα βελούδινα κουτιά πίσω, για τα σκουπίδια.
Τα μαραμένα τριαντάφυλλα δέκα χρόνων της ζωής μου είχαν έτσι και αλλιώς πεταχτεί πολύ πριν.
Μαζί με τα χαμένα μου χρόνια.
Να μην ξεχάσω να προσθέσω σε αυτά, άλλα εφτά χαμένα χρόνια, σε ένα πρώτο γάμο, ανύπαρκτο, εκτός από το κουδούνι της εξώπορτας και τα χαρτιά...
Βρέθηκα για τρίτη φορά λοιπόν, στην "ελεύθερη αγορά"...
Του Αγίου Βαλεντίνου, με τις φίλες μου, μετά από 17 χρόνια, να πίνω και να χαζογελάω σε ένα μπαρ....
Στο τρίτο ποτό, κοίταξα γύρω μου, στη μπάρα, τους ανθρώπους που βρίσκονταν δίπλα μου και ένιωσα τέτοια θλίψη για την μοναξιά τους, που δεν κρυβόταν με τίποτα, που πλήρωσα τα ποτά μου και έφυγα τρέχοντας.
Γύρισα σπίτι μου και αποφάσισα πως, αν είχα μια ευκαιρία στον έρωτα, αυτή σίγουρα δεν βρισκόταν στην ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου...ούτε στα κόκκινα τριαντάφυλλα και τα βελούδινα κουτιά με τα σοκολατάκια.
Λίγο καιρό μετά, νόμισα πως τα πιστεύω μου σχετικά με το θέμα, επιβεβαιώνονταν με τον κεραυνοβόλο έρωτά μου με την επόμενη σχέση μου.
Εδώ δεν είχε, τριαντάφυλλα και σοκολάτες, του Αγίου Βαλεντίνου...
Είχε βέβαια στην αρχή, κάθε μέρα ένα μπουκέτο λουλούδια από τον πλανόδιο πωλητή των φαναριών.
Μου πήρε τρία χρόνια να καταλάβω, ότι τα λουλούδια μου τα έφερνε γιατί λυπόταν τον φουκαριάρη, όπως μου είπε , και όχι γιατί αισθανόταν την ανάγκη να μου φέρνει λουλούδια.
Στο μεταξύ κατάλαβα και άλλα πολλά...
"Κάθε πέρσι, και καλύτερα" είπα κάποια στιγμή στον εαυτό μου, και του ζήτησα να φύγει από το σπίτι μου.
Πέρασαν και άλλοι "Άγιοι Βαλεντίνοι" από τότε...
Με τριαντάφυλλα, ή χωρίς, με σοκολάτες σε σχήμα καρδιάς, με κάρτες καρδούλες και ο,τι μπορεί ένα εμπορικό μυαλό να σκεφτεί.
Ο έρωτας ερχόταν και έφευγε...
Τελείωνε κάποια στιγμή, όπως μαραίνονταν τα λουλούδια και οι σοκολάτες και έμεναν άδεια τα κουτιά τους...
Σαν ένα άδειο κουτί σε σχήμα καρδιάς νιώθω σήμερα.
Τα τριαντάφυλλα, τα καμαρώνω πια, στον κήπο μου να ανθίζουν μόνα τους, όλο το χρόνο... χωρίς να περιμένουν την γιορτή του "Αγίου Βαλεντίνου".
Όσο για το άδειο, κόκκινο βελούδινο κουτί, που χτυπάει μέσα μου, που στέλνει αίμα στο κορμί μου και κάνει το μυαλό μου να δουλεύει, τώρα επιτέλους κατάλαβα...
Δεν χρειάζεται σοκολάτες για να γεμίσει...
Ανθρώπινη ανάσα, ένα χέρι να σφίξεις στα δύσκολα, και Αγάπη χρειάζεται.
Και αυτά, δεν πουλιόνται μια μόνο μέρα του χρόνου στα λουλουδάδικα και στα ζαχαροπλαστεία.
Χρόνια σας Πολλά...

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΗ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ ΠΙΣΩ".

Μη πεις τίποτα,
μη μιλήσεις.
Πάρε βαθιά ανάσα
και προχώρα.
Φύγε!
Ρίξε μαύρη πέτρα
πίσω σου, και φύγε.
Καταδικασμένη είσαι,
Να φεύγεις πάντα.
Να προχωράς μπροστά,
οι άλλοι,
να μένουν πίσω.
Να μη μπορείς να γυρίσεις
ούτε καν,
για να κοιτάξεις
για τελευταία φορά...

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ."

Τα κόλλυβα του θανάτου
της αγάπης μας,
τα πήρα και τα πέταξα στα πουλιά.
Στο χιονισμένο κήπο,
έγινε γλέντι
από το πεινασμένα πετούμενα
Χόρτασαν το κρύο και
την πείνα τους,
με το μνημόσυνο
της πεθαμένης μας σχέσης.
Τα χόρτασαν
η απογοήτευση, ο πόνος,
και η λύπη μου για σένα,
που δεν βγήκες αληθινός.
Και έτσι πέρασα
το πένθος μου,
ακούγοντάς τα να τιτιβίζουν χαρούμενα
και να κελαηδούν...

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΝΑΣΑ"...

Αφήστε με έτσι... εκεί.
Κανείς μη μου μιλήσει, κανείς.
Σταματείστε τον χρόνο!
Μόνο το άρωμά του να αναπνέω θέλω.
Και οταν τελειώσει,
ας μην εχει πια αέρα,
ούτε ζωή άλλη.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΔΙΑ ΧΕΙΡΑΨΙΑΣ."

Τελικά,
"Δια χειραψίας", τελειώνουν
οι έρωτες.
Τι θλιβερό!
Να δίνεις το χέρι σου
σε κάποιον που,
μέχρι χτες,
μοιραζόσουν την ζωή σου,
το κρεβάτι σου,
τους πόνους της ψυχής σου.
Είναι άραγε, η αμηχανία της στιγμής;
ή
το κουράγιο που
σ' εγκαταλείπει
γιατί ακόμα πονάει η πληγή;
Μπορεί και
τίποτα από αυτά...
Έτσι και αλλοιώς,
"Δια χειραψίας" αρχίζουν
κιόλας.
Μ' ένα απλό "χαίρω πολύ"...

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ".

Όχι! Δεν το είχα σχεδιάσει.
Σηκώθηκα να πάρω νερό με το ποτήρι μου, γιατί πονούσε ο γοφός μου και το κεφάλι μου φρικτά. Και διψούσα. Ήθελα να πάρω ακόμα ένα παυσίπονο.
Και όπως γυρνούσα από το μπάνιο με το ποτήρι στο χέρι, ήταν σκοτεινά, δεν το κατάλαβα, το ποτήρι χτύπησε στο μάρμαρο του νιπτήρα και κόπηκε στα δύο.
Λίγο νερό χύθηκε στα χέρια μου και στο πάτωμα...
Και ένα κομμάτι γυαλί, έμεινε στο χέρι μου, στην παλάμη μου, και το κράτησα. Μπορεί, ίσως, λίγο πιο σφιχτά...
Γύρισα στο κρεβάτι και ήπια τα χάπια μου.
Δεν το κατάλαβα, νόμιζα πως ήταν το νερό που είχε χυθεί νωρίτερα.
Μετά από ώρα, και αφού συνέχιζα να πονάω, και διψούσα ακόμα, άναψα το φως, και είδα το αίμα. Βρισκόμουν μέσα σε μια μικρή λίμνη από αίμα, και η παλάμη μου αιμορραγούσε...
Όχι! Δεν τρόμαξα.
Δεν υπήρχε τίποτα τρομακτικό σ' αυτό.
Αντίθετα.
Το κεφάλι μου σιγά σιγά "άδειαζε" από τον πόνο, μόνο ο καταραμένος γοφός μου εξακολουθούσε να πονάει.
Ίσως και να ήταν αυτό, που με έκανε να μην αντιδράσω.
Είχα αρχίσει να νυστάζω κιόλας...
Και όσο η λίμνη με το αίμα μεγάλωνε και μούσκευαν τα σεντόνια, τόσο πιο πολύ ηρεμούσα.
Το χέρι μου, δεν το ένιωθα πολύ τώρα, αλλά εξακολουθούσα να κρατάω το κομμάτι από το σπασμένο γυαλί στην παλάμη μου.
Μια γλυκιά νάρκη με τύλιγε.
Μόνο διψούσα ακόμα, πολύ.
Άπλωσα το άλλο χέρι μου και πήρα το μισοσπασμένο ποτήρι με το υπόλοιπο νερό μέσα.
Και το ήπια όλο, αχ! πόσο λαίμαργα... το ήπια!
Σχεδόν, όπως έπινα πάντα τα φιλιά σου!
Μετά, άφησα το ποτήρι στο κομοδίνο και κουλουριάστηκα στο κρεβάτι μου.
Έψαχνα να βρω μια θέση που να μην με πονάει η μέση και ο γοφός μου.
Σκέφτηκα,
πως, πριν πέσω για ύπνο, όλα όσα ήθελα από τη ζωή μου, ήταν ένα πρωϊνό ξύπνημα μαζί σου!
Έτσι είχα πει, πριν με πάρει ο ύπνος.
"Ένα πρωϊνό ξύπνημα μαζί σου!"
Παρ΄όλο που ήξερα ότι ποτέ δεν θα το είχα, ότι κάτι τέτοιο, ήταν αδύνατον...
Γιατί λοιπόν να ξυπνήσω;
Τι νόημα είχε;
Εξάλλου, μόλις είχε αρχίσει να περνά και ο πόνος στον γοφό μου.
Μ' έπαιρνε σιγά σιγά και ο ύπνος πάλι...
Και τώρα, ήταν γλυκός ο ύπνος μου, ήταν ζεστά, και δεν πονούσα πια...
Αρκετά είχα πονέσει μέχρι τώρα...
"Έτσι είναι λοιπόν να μην πονάς", σκέφτηκα.
Μόνο, τα σεντόνια...
Αυτά, θα πρέπει να πεταχτούν ...αύριο.
Μάλλον, δεν θα καθαρίζουν πια.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΙΩΠΗ".

Σιωπή.
Άσπρη
και μελαγχολική.
Σαν την γκρίζα βροχή
του πεζοδρομίου.
Απ' αυτές που
δεν έχουν λόγια
που να πονάνε,
μόνο μια γροθιά
στο στομάχι.
Σιωπή καθαρή.
Άσπιλη.
Αμόλυντη.
Για να ξεπλύνει
τη βρώμα των λόγων.
Πάψετε!
Πάψετε επιτέλους!

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΟΚΚΙΝΟ"...

Ηταν η κολώνια του.
Και το έντονο κόκκινο στο χρώμα
του κασκολ του.
Η ματιά μου καρφώθηκε
πάνω του,
και 'κείνος,
την αντιγύρισε αμέσως.
Στο ποτήρι με το κόκκινο κρασί,
τα βρεγμένα του χείλη,
έπαιρναν χρώμα ακόμα πιό εντονο
Το κόκκινο κραγιόν μου,
σίγουρα, δεν άφησε
κανένα σημάδι
όταν στα κρυφά,
φιληθήκαμε.
Στο δρόμο
για τις τουαλέττες...

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ"...

«Δεν έχει τελειωμό»,
σου είπα.
Κι’ ας είχα πιστέψει
πως κάποτε
θα τελειώσει.
Αλλά,
Δεν έχει τελειωμό...
Και δεν υπάρχει ούτε
χέρι για να πιαστώ.
Ούτε το δικό μου πια.
Δεν μπορεί να κρατήσει
το ένα το άλλο.
«Δεν έχει τελειωμό»...
Αυτός ο έρωτας,
Δεν έχει αρχή,
μα, ούτε και τέλος.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΧΡΩΜΑΤΑ"...

Κάθε μέρα κι' άλλο χρώμα.
Γεμάτη και πολύχρωμη η παλέττα,
τα σωληνάρια της μπογιάς,
ζουλιγμένα άτσαλα
και άδεια,
πεταμένα στο πάτωμα.
Τα πινέλα πολυκαιρισμένα
με τρίχες κουρασμένες πιά
να παλεύουν τόσα χρόνια
με την τρέλλα του.
Στο καβαλέττο πάνω,
Ο καμβάς
είχε αρχίσει να ξεφτίζει.
Μαύρος ολόκληρος
με μια κουκίδα κόκκινη
σαν σταγόνα από αίμα,
στην πάνω δεξιά γωνία.
Κάτω αριστερά, η υπογραφή του.
Και ο τίτλος.
"Η Ψυχή του καλλιτέχνη"
Αυτοπροσωπογραφία.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΙΣΑΙ".

Είσαι το αίμα
που κυλάει στις φλέβες μου.
Η φαιά ουσία
του μυαλού μου,
το μελάνι
στο μολύβι μου.
Ο αέρας
στα πνευμόνια μου.
Ο ήλιος
της ημέρας μου,
ο πολικός αστέρας
της πυξίδας μου
τη νύχτα.
Είσαι,
το ρίγος του κορμιού μου,
ο χτύπος της καρδιάς μου.
Είσαι ο Άντρας
και είμαι η Γυναίκα.
Δεν είσαι δικός μου.
Δεν είμαι δικιά σου.
Μα είμαστε
ο ένας για τον άλλον.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ"...

Τρία χρόνια,
Τέσσερα; Πέντε;
Τι σημασία έχει αλήθεια πόσα;
Ίσως και να 'ναι μήνες,
μπορεί και μόνο μέρες.
Τίποτα δεν αλλάζει εδώ.
Όλα μένουν ίδια.
Μιας πρώτης στιγμής
η ματιά.
Που μας κάρφωσε.
Όσα χρόνια
και αν περάσουν,
τίποτα δεν θ'αλλάξει.
Τίποτα. Ποτέ.
Αφού,
τίποτα άλλο
δεν είσαι εσύ...

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ".

Στην άλλη μεριά του Ωκεανού
έχει ξημερώσει ήδη.
Με σκέφτεσαι τώρα που ξυπνάς;
Με σκέφτεσαι έτσι ,
όπως εγώ παιδεύομαι
για να κοιμηθώ;
Και η σκέψη σου
δεν μ' αφήνει να κλείσω τα μάτια;
Σού λείπω άραγε όσο μου λείπεις;
Πονάει η σάρκα σου
όπως και η δική μου
από την έλλειψή σου;
Σε ξυπνάει μέσα στη νύχτα
η απουσία της μυρωδιάς μου;

Την απουσία σου,
μπορεί αγάπη μου και να την συνηθίσω
μα,
χωρίς τη μυρωδιά σου
πώς να ζήσω;

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."Η ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ."

Θέλω την νύχτα
που μου χρωστάς!
Αυτή, που μου υποσχέθηκες
πως θα'μαστε συνέχεια αγκαλιά.
Που οι ώρες θα σταματήσουν,
τα ρολόγια δεν θα δουλέψουν,
το ξημέρωμα δεν θα 'ρθει.
Δεν θα ξυπνήσουμε
από το φως της μέρας.
Δεν θα φύγεις
για τη δουλειά σου.
Θέλω τη νύχτα
που μου χρωστάς!
Εκείνη που,
μου 'λεγες
πως έχει ενα πολύχρωμο
φανταχτερό σκοτάδι
και τη γεύση
ενός ζαχαρωτού...