Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΕΦΙΑΛΤΕΣ".

Οι εφιάλτες χτυπούν πάντα
το ξημέρωμα.
Έρχονται να σου θυμήσουν
τα λάθη σου, τα πάθη σου,
τις ενοχές και τα παράπονά σου.
Ανοίγεις τα μάτια στον ουρανό
που μόλις χαράζει ...
Μια καινούργια μέρα αρχίζει.
Μα, οι περασμένες δεν σβήνουν
απ' το μυαλό σου
ποτέ.....

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΖΕΣΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΔΕΥΤΕΡΑΣ".

ΕΝΑ ΖΕΣΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ.

Η ζέστη κολλούσε στο κορμί της και ο ιδρώτας, κυλούσε στη ραχοκοκκαλιά της αφήνοντας πίσω του ενα ρίγος γλυκό...που την διαπερνούσε.
Το χέρι της βαρύ, πονούσε από το πρωί σήμερα και κανένα παυσίπονο δεν κατάφερνε να το ηρεμήσει.
Κι' όσο το χέρι παρέλυε και παραδινόταν, τόσο η ψυχή της δεν ησύχαζε λεπτό...
Ούτε και το μυαλό της που δούλευε συνέχεια...σε χιλιάδες σκέψεις, αγωνίες και απορίες.
Κάποιος στη διπλανή πολυκατοικία πότιζε και ο θόρυβος του νερού που κυλούσε, πέρασε μέσα απ' τ' αυτιά της και της τύλιξε το κορμί με μια φανταστική δροσιά, κάνοντάς την να πάρει μιαν ανάσα,τόσο βαθειά, που βγήκε και ακούστηκε σαν αναστεναγμός.
Έκλεισε τα μάτια της και είδε μπροστά της την παραλία του σπιτιού στο χωριό. 
Ξαφνικά, η ζέστη δεν την ενοχλούσε πιά. 
Οι ευκάλυπτοι και το κύμα μαζί με τα τζιτζίκια, σε συμφωνία, πλημμύρισαν το μυαλό της με μια μουσική μαγική.
Κράτησε τα μάτια της κλειστά, συνειδητά πιά, να κρατήσει την στιγμή, όσο πιο πολύ μπορούσε.
Στο κουρασμένο πρόσωπό της, τα δάκρυα απο τα μάτια ανακατεύτηκαν με τον ιδρώτα που κυλούσε απο τους κροτάφους της, και αν δεν την ήξερες καλά, για να δείς τα σφιγμένα απο το παράπονο και τη νοσταλγία χείλη της, με τίποτα δεν θα μπορούσες να καταλάβεις οτι έκλαιγε....

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ .

Δώδεκα χρόνια πρίν, είχα ήδη αρχίσει να μετράω ανάποδα τέτοια ώρα...
Περίμενα στην αίθουσα αναχωρήσεων να βρεθεί πτήση να γυρίσω στην Αθήνα.... 
Από το πρωί, με είχε πάρει η αδερφή μου να μου πεί να γυρίσω, πως "έφτανε πια η ώρα"... και 'γω, με ενα βιβλίο στο χέρι και την τσάντα μου είχα πάει στο αεροδρόμιο, είχα εξηγήσει το επείγον της κατάστασης και περίμενα σε ποιά πτήση θα χωρούσα να πετάξω και αν θα πρόφταινα...να φτάσω έγκαιρα.
Έγκαιρα γιατί; 
Ακούγεται τόσο τραγικά αστείο το έγκαιρα όταν μιλάμε για τον θάνατο...
Και πρόφτασα... 
Τον κράτησα αγκαλιά όλη τη νύχτα. 
Του ψιθύριζα συνέχεια στο αυτί, να την αφήσει την ψυχή του να πετάξει σαν τον "Αετό του Πάρνωνα ", που ήταν, όταν ήταν "καπετάνιος" ατρόμητος εκεί στο βουνό του το αγαπημένο.
Εκείνο που νόμιζε οτι έβλεπε στον άσπρο τοίχο απέναντι απο το κρεβάτι του,τους τελευταίους μήνες... 
'Ολη τη νύχτα πάλευε με τον Χάρο, και ΄γω, εκεί, του κρατούσα το χέρι, του έλεγα "είμαι εδώ, δίπλα σου", ήξερα πως με ένοιωθε... το ένοιωθα και γώ... 
Με τύλιγε η αγάπη του, η έννοια του, πανοπλία λές γύρω απ' το κορμί μου σαν να έκανε την ψυχή του... 
Ξημέρωσε η μέρα, τον έπλυνα, του δρόσισα το μέτωπο που έκαιγε και ένοιωσα τα κρύα πόδια... 
Από τα χαμηλά ξεκινά να σε νικάει ο θάνατος...
Μεχρι να μπεί η μέρα, είμασταν και τα τρία του παιδιά, δίπλα του. 
Τον κρατούσα αγκαλιά συνέχεια. Ήμουν πάντα η μικρότερη και η χαϊδεμένη του. Ο "τουρίστας" της οικογένειας όπως έλεγε...
Κάποτε που είχε φύγει ταξίδι, τρίχρονο κοριτσάκι ακόμα, χώθηκα στη ντουλάπα με το κουστούμι του αγκαλιά, για νά'χω τη μυρωδιά του και με έψαχναν για ώρες... 
Μου φύσυξε στο πρόσωπο, τις τρείς τελευταίες ανάσες του. 
Και έφυγε, με μιά γκριμάτσα σαν να ξερνούσε όλη την αηδία αυτού του κόσμου που είχε ζήσει...
Κράτησα στις τρείς αυτές ανάσες, την δύναμη της ψυχής του, το πείσμα να μην σκύβω το κεφάλι και την περηφάνια της γενιάς μου, που μου την κληρονόμησαν εκείνος και η μάνα μου.
Έμαθα από αυτήν την αηδία της τελευταίας του γκριμάτσας, να παραμερίζω απ' τη ζωή μου τα άχρηστα, τα ανούσια, τα κενά...
Πέταξα από πάνω μου σιγά σιγά, μέσα σ'αυτά τα δώδεκα χρόνια πολλά ... 
Άχρηστα όλα, ανόητα και ψεύτικα πράγματα.
Έπρεπε να χάσω τη γή κάτω απ' τα πόδια μου με τον χαμό του, για να μπορέσω να πατήσω γερά στα πόδια μου και να σηκώσω το κεφάλι μου ψηλά...
Έκλαψα πρίν απο την κηδεία του, και μετά, ποτέ πιά, δάκρυ δεν κύλησε απο τα μάτια μου όταν ο θάνατος μου στερούσε εναν έναν τους δικούς μου αγαπημένους. 
Όταν κλαίει και σπαράζει η ψυχή, στερεύουν τα δάκρυα.
Τώρα δακρύζω μόνο για το μπλέ της θάλασσας και τ' ουρανού. Για το πράσινο του πεύκου που φτάνει μέχρι το κίτρινο κάποιες στιγμές ανάλογα με το φώς του ήλιου. 
Για την μυρωδιά της φρεσκοβρεγμένης γης, μετά την καταιγίδα. 
Δακρύζω με μια  μελωδία του Μπαχ, ίδια όσο με ενα ζεϊμπέκικο, ή μ' ενα στίχο  από ενα ποίημα.
Μου'μαθες πολλά και σου χρωστάω...
Μα αυτό που με τίποτα δεν ξεπληρώνεται πατέρα μου, είναι πού με έμαθες να ζώ την κάθε στιγμή της ζωής μου στην ανάσα της... 
Ούτε πρίν, ούτε μετά. 
Μόνο εκείνη τη στιγμή! 
Την μοναδική και την υπέροχη!
Καληνύχτα μπαμπά μου. 






Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ"

Μικρή, γλυκειά, υπέροχη φίλη.
Ζωή! που, ούτε μια στιγμή
δεν μου αρνήθηκες
το δάκρυ και τον πόνο,
το γέλιο και την ευτυχία.
Ζωή, που με συντρόφεψες
ως τα τώρα, ακούραστα,
σε κάθε βήμα μου.
Πού ποτέ δε τσιγγουνεύτηκες
να μου στέλνεις
λύπες και χαρές.
Άσε με πια να φύγω!
Κουράστηκα να σε κρατώ 
απ' το χέρι.
Βαριά είναι τώρα, τα βήματά μου
καθώς σ΄ακολουθούν 
στο δρόμο που μου χαράζεις...
Δεν θέλω πια να "παίξω".
Πάρε το κουβαδάκι μου, 
και δώστο σ' άλλο παιδάκι.
Κι' άσε 'δώ,
σ'αυτή την ήσυχη γωνιά
του πάρκου,
σ' αυτό το παγκάκι.
Να γείρω και να κοιμηθώ
Και το πρωί, 
σαν θα με βρούν οι φύλακες, 
να μην ξυπνήσω άλλο πιά...